ΠΩΣ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΜΕ ΑΙΣΙΟΔΟΞΑ ΠΑΙΔΙΑ

articlelogoΕίναι αληθινή πρόκληση στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε να μεγαλώσουμε αισιόδοξα παιδιά… Όλα γύρω μας «φωνάζουν» αρνητισμό και απαισιοδοξία. Πως μπορούμε λοιπόν να μεταδώσουμε στα μικρά μας τον αισιόδοξο τρόπο σκέψης, που για να λέμε την αλήθεια αποτελεί περισσότερο στάση ζωής; Η αισιοδοξία δεν είναι κάτι που κληρονομείται, δεν περιέχεται στο γενετικό μας κώδικα. Είναι χαρακτηριστικό που διδάσκεται κυρίως από το περιβάλλον και κάθε ένας από μας μπορεί να το αποκτήσει.

Η αισιόδοξη στάση ζωής είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορούμε να μάθουμε στο παιδί μας. Για να μεγαλώσουμε όμως ένα αισιόδοξο παιδί πρέπει να ξεκινήσουμε από νωρίς.

Ποια τα οφέλη αλήθεια ενός αισιόδοξου παιδιού; Το παιδί που έχει μάθει να αντιμετωπίζει αισιόδοξα τη ζωή είναι:

·         προστατευμένο από την κατάθλιψη

·         αρρωσταίνει λιγότερο

·         δημιουργεί πιο επιτυχημένες σχέσεις

·         αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με μεγαλύτερο θάρρος

Όταν μιλάμε για αισιόδοξο παιδί δεν εννοούμε βέβαια ένα παιδί που πετάει στα σύννεφα. Μιλάμε για ένα παιδί που είναι ρεαλιστής, απλά έχει μάθει να επικεντρώνεται στα θετικά χαρακτηριστικά που μπορούν να το βοηθήσουν να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.

Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό για την αισιοδοξία θα ήταν: «η πεποίθηση ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά». Οι έρευνες δείχνουν ότι οι αισιόδοξοι άνθρωποι συνήθως τα καταφέρνουν, επειδή ακριβώς το πιστεύουν. Είναι πολύ σημαντικό να έχει την πεποίθηση ένα παιδί ότι μπορεί να τα καταφέρει στο τέλος παρά τις δυσκολίες. Αν δεν το πιστεύει αυτό τότε χάνει το λόγο να προσπαθεί.

Πως μπορούμε λοιπόν να βοηθήσουμε το παιδί μας να αποκτήσει αισιόδοξο τρόπο σκέψης και θετική στάση ζωής;

Αρχικά παρατηρούμε πως αισθάνεται το παιδί μας απέναντι στις καταστάσεις. Βλέπει το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο; Όταν ματαιώνεται κάτι στη ζωή του πως το αντιμετωπίζει; Πιστεύει ότι όλα τα άσχημα συμβαίνουν σε αυτό; Αν ναι τότε έχει μια ροπή προς την απαισιοδοξία και εμείς θα πρέπει να το βοηθήσουμε να αλλάξει τρόπο σκέψης και στάση απέναντι στις καταστάσεις.

1.Δεν επιβραβεύουμε το παιδί μας για τα πάντα χωρίς λόγο: Το να λέμε σε ένα παιδί ότι όλα τα κάνει τέλεια δεν το βοηθάει να βιώσει την επιτυχία ούτε να μάθει το λόγο για τον οποίο πέτυχε. Αυτό δεν μπορεί να το οδηγήσει σε μια θετική στάση ζωής και στην αισιοδοξία, αφού θα βιώσει αργά ή γρήγορα τη ματαίωση.

2.Βοηθάμε το παιδί μας να επιτύχει: Βιώνοντας την επιτυχία τα παιδιά αποκτούν αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, ακόμη κι αν αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αφήνουμε λοιπόν, το παιδί να κάνει πράγματα, δεν τα κάνουμε εμείς για λογαριασμό του και αναγνωρίζουμε την επιτυχία του. Το να μάθει για παράδειγμα ένα μικρό παιδί να αντιμετωπίζει τις διαφωνίες με τους φίλους του και να τις επιλύει επιτυχώς είναι σημαντικό.

3.Αναγνωρίζουμε την επιτυχία του: Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγνωρίζουμε την επιτυχία που σημειώνει το παιδί μας καθώς και η αναγνώριση ότι οι πράξεις του είναι που το έφεραν σε αυτήν την καλή θέση. Η αναγνώριση χτίζει την αυτοπεποίθηση και η αυτοπεποίθηση είναι ένα κομμάτι της αισιόδοξης στάσης.

4.Βοηθάμε το παιδί να επιτύχει ξανά: Η γνώση των ικανοτήτων και των πράξεων που οδήγησαν το παιδί στο να επιτύχει μπορούν να το βοηθήσουν να επιτύχει ξανά στο μέλλον και ίσως με πιο δύσκολους στόχους. Όταν γνωρίζει λοιπόν πώς να επιτυγχάνει έχει πιο αισιόδοξη στάση ζωής.

5.Αντιμετωπίζουμε την αποτυχία με ψυχραιμία: Όταν το παιδί αποτύχει σε κάτι το συζητάμε μαζί του και το αφήνουμε να εκφράσει το πώς αισθάνεται. Χρησιμοποιούμε φράσεις όπως:

«Βλέπω πως κάτι σε απασχολεί»

«Θέλεις να το συζητήσουμε;»

«Πως μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο;»

Στη συνέχεια συζητάμε μαζί του για πιθανές λύσεις που μπορούν να το βοηθήσουν να αλλάξει την κατάσταση.

6.Προσπαθούμε να βρούμε πάντα κάτι θετικό: Σε κάθε κατάσταση υπάρχει κάτι θετικό αρκεί να θέλουμε να το δούμε και φυσικά να το εκφράσουμε. Αν για παράδειγμα ο καιρός δεν ευνοεί το παιχνίδι έξω μπορούμε να το δούμε σαν ευκαιρία για να παίξουμε πολύ ωραία παιχνίδια μέσα στο σπίτι.

7.Δεν χρησιμοποιούμε αρνητικούς χαρακτηρισμούς: Δεν χαρακτηρίζουμε το παιδί, αλλά τις πράξεις του! Είναι πολύ σημαντικό να μην αναφερόμαστε στο παιδί με χαρακτηρισμούς γεμάτους αρνητισμό. Οι ταμπέλες που δίνουμε στα παιδιά μας -καμιά φορά και ασυναίσθητα- γίνονται συχνά «έμφυτα»(;) χαρακτηριστικά που τα ακολουθούν μια ζωή.

8.Εμείς αποτελούμε το καλύτερο παράδειγμα: Τα παιδιά πρέπει να βλέπουν εμάς να συμπεριφερόμαστε με θετικό τρόπο απέναντι στη ζωή και να αντιμετωπίζουμε αισιόδοξα τις προκλήσεις για να υιοθετήσουν κι αυτά μια ανάλογη συμπεριφορά. Καμιά νουθεσία δεν μπορεί να συγκριθεί με το παράδειγμά μας.

Ακόμη κι αν εμείς δεν ήμαστε αισιόδοξοι, βοηθώντας τα παιδιά μας προς αυτήν την κατεύθυνση θα βοηθήσουμε κι εμάς τους ίδιους να αλλάξουμε στάση ζωής! Αξίζει σίγουρα τον κόπο!

Πηγή: https://www.kindykids.gr

Τάξη ή ιδιαίτερο; Οχι, δεν είναι εύκολη η απάντηση.

 articlelogo“Talent wins games, but teamwork and intelligence win championships.” — Michael Jordan

Να κάνω στο παιδί μου ιδιαίτερο ή να μάθει ξένες γλώσσες σε ομάδα;

Ιδιαιτερο: το σκέφτονται οι γονείς, το κατακρίνουν οι ιδιοκτήτες σχολείων (ΚΞΓ), το αναζητούν οι free-lancers καθηγητές.

Πριν μιλήσω, να εξηγήσω από ποια θέση μιλώ: είμαι ιδιοκτήτρια ενός πολύ πετυχημένου σχολείου ξένων γλωσσών, είμαι εκπαιδευτικός και διδάσκω πολλές ώρες την εβδομάδα, είμαι γλωσσολόγος και ερευνήτρια και εκπαιδεύω καθηγητές. Α και έχω κάνει ιδιαίτερα! Πολλά! Για πολλά χρόνια. Έχω δηλαδή σφαιρική εικόνα.

Μύθος 1ος: το ιδιαίτερο είναι καλύτερο από την τάξη

Η γλώσσα είναι εξ’ορισμού, μια φυσική διαδικασία. Ένα εργαλείο επικοινωνίας. Μια κοινωνική δεξιότητα. Άρα χρειάζεται συνομιλητή. Συνοδοιπόρο. Γλωσσολογικά λοιπόν, η γλώσσα μαθαίνεται, εξασκείται, εξελίσσεται καλύτερα στο φυσικό της περιβάλλον, δηλαδή στην ομάδα.

Παιδαγωγικά επίσης, η δύναμη της ομάδας στην κατάκτηση μαθησιακών στόχων είναι αδιαμφισβήτη. Και κάτι ακόμα: όταν μαθαίνω κάτι, δε μαθαίνω μόνο αυτό. Όταν μαθαίνω αγγλικά σε μία τάξη, μαθαίνω να είμαι ευγενής, να αναρωτιέμαι, να σέβομαι το λάθος, να ενθαρρύνω, να συνεργάζομαι, να διαχειρίζομαι μια σύγκρουση, να υπερασπίζομαι τη γνώμη μου, να σέβομαι τα όρια.

Μύθος 2ος: το ιδιαίτερο είναι χειρότερο από την τάξη

O γιος μου μαθαίνει Ολλανδικά σε ιδιαίτερο. Έμαθα ιταλικά σε ιδιαίτερο. Έχω διδάξει αγγλικά σε ιδιαίτερο. Πάρα πολύ. Το ιδιαίτερο είναι μια χαρά! Προσωπικά, και ως καθηγήτρια και ως μαθήτρια, το βρίσκω πολύ πιο βαρετό αλλά για άλλους είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση, το ιδιαίτερο μάθημα μπορεί να λειτουργήσει με πολύ καλά αποτελέσματα. Επίσης, υπάρχουν μαθητές που πρέπει να κάνουν ιδιαίτερο γιατί έχουν συγκεκριμένες μαθησιακές ανάγκες.

Η αλήθεια

Γιατί ένα σχολείο εκμάθησης γλωσσών είναι σε γενικές γραμμές καλύτερη επιλογή;

1.     Γιατί αν η μεθοδολογία του σχολείου είναι επικοινωνιακή, με έμφαση στη βιωματική μάθηση και στο επικοινωνικό μοίρασμα της εμπειρίας, αν η δουλειά γίνεται σε ζευγάρια, σε μικρές ομάδες, σε εναλλασόμενους σταθμούς, αυτό απλά δεν μπορεί να γίνει στο ιδιαίτερο. Από την άλλη, αν πρόκειται για ένα σχολείο, όπου οι μαθητές κοιτούν τον πίνακα, ακούν τον καθηγητή, κάνουν τις ασκήσεις, διορθώνουν τις ασκήσεις και είναι σιωπηλοί παρατηρητες ενός one-man-show, είτε τάξη είτε ιδιαίτερο δεν έχει καμία διαφορά.

2.   Γιατί οι εκπαιδευτικοί ενός καλού σχολείου είναι πιστοποιημένοι, εκπαιδεύονται και επιμορφώνται διαρκώς και είναι μέλη μιας εργασιακής κουλτούρας διαρκούς ανανέωσης της γνώσης και της πρακτικής. Είναι οι ίδιοι ένα δίκτυο που εξελίσσεται και βελτιώνεται. Στο ιδιαίτερο αυτό δεν μπορεί να ελεγχθεί. Φυσικά αν ένα σχολείο δεν κάνει τίποτε από αυτά, τότε είτε τάξη είτε ιδιαίτερο δεν έχει καμία διαφορά.

3.   Γιατί ένα καλό σχολείο έχει το δικό του δίκτυο συνεργασίας με τους σημαντικούς stakeholders: τους εκδότες και τα νέα τους βιβλία, τους teacher trainers με τις νέες τους μεθοδολογίες ή τα νέα εργαλεία, τους εξεταστικούς φορείς με την υποστήριξη που παρέχουν, τα πανεπιστήμια με τα νέα επιμορφωτικα προγράμματα, τα summer schools στο εξωτερικό. Ένα καλό σχολείο χρησιμοποιεί αυτά τα δίκτυα προς όφελος των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Φυσικά αν ένα σχολείο δεν κάνει τίποτε από αυτά, τότε είτε τάξη είτε ιδιαίτερο δεν έχει καμία διαφορά.

4.   Γιατί τέλος, η μεγαλύτερη παθογένεια στην ξενόγλωσση εκπαίδευση είναι η παρεμβατικότητα των μη επιστημόνων στην επιστήμη. Πολύ απλά, οι γονείς (non-experts) υποδεικνύουν την προσέγγιση στους εκπαιδευτικούς (experts). Ένα καλό σχολείο, με δομή, οργανόγραμμα και εκπαιδευτικούς με σοβαρή κατάρτιση αυτό θα το αποφύγει (ιδανικά, δε θα το ανεχθεί). Στο ιδιαίτερο, αναπόφευκτα, το μεγάλο αφεντικό είναι ο γονιός: που συμμετέχει στο μάθημα, παρεμβαίνει και αλλάζει κατά βούληση, τη ροή του. Φυσικά αν ένα σχολείο δίνει αυτό το δικαίωμα στους γονείς και πουλάει σε όλους αυτό που θέλουν να αγοράσουν, τότε είτε τάξη είτε ιδιαίτερο δεν έχει καμία διαφορά.

A final note

Το ιδιαίτερο δεν είναι από μόνο του κακό. Ούτε καλό. Μπορεί να είναι χρήσιμο ή αναγκαίο. Η τάξη δεν είναι από μόνη της κακή, ανεπαρκής, ούτε όμως φανταστική και αξεπέραστη. Το πώς διδάσκουμε, με ποια φιλοσοφία εκπαίδευσης λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας και με πόσο επαγγελματισμό περιβάλλουμε τη δουλειά μας είναι άσχετο με το setting.

Όμως, υπάρχει μία αδιαμφισβήτη αλήθεια: όταν η δουλειά στην τάξη γίνεται σωστά, με έμπνευση και δημιουργικότητα, με κατάρτιση και ενθουσιασμό, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι απλώς ασύγκριτο, είναι μαγικό!

Πώς θα χτίσω μια σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί μου;

articlelogoΗ εμπιστοσύνη είναι μια από τις βασικές συνιστώσες μιας ζεστής σχέσης γονέα-παιδιού, απαραίτητη για την μετέπειτα συναισθηματική ασφάλεια και ισορροπία του. Το αίσθημα αυτό θεμελιώνεται ήδη από τη βρεφική ηλικία, όταν το παιδί λαμβάνει μια φροντίδα καλά προσαρμοσμένη στις ανάγκες του, με συνέπεια και σταθερότητα. Ξεκινά λοιπόν να χτίζεται η πίστη στη σχέση με έναν άλλο άνθρωπο που μπορεί να το καταλάβει και να το ικανοποιήσει.

Καθώς το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται σταδιακά και η λεκτική μας επικοινωνία. Προκειμένου η σχέση εμπιστοσύνης να συνεχίσει να εξελίσσεται, χρειάζεται, αρχικά, ο γονιός να είναι ψυχικά διαθέσιμος, να ακούει δηλαδή πραγματικά αυτό που προσπαθεί να εκφράσει το παιδί. Αυτό δεν απαιτεί μόνο χρόνο και ενέργεια, αλλά κυρίως το να μπορούμε να αφήσουμε για λίγο στην άκρη τα δικά μας ζητήματα: φόβους, ανασφάλειες, άγχη, επιθυμίες ώστε να συγκεντρωθούμε στο τί χρειάζεται το παιδί.

Στην ίδια λογική, όταν το παιδί μας εμπιστεύεται κάτι είναι σημαντικό να ελέγξουμε το θυμό μας ή την αυθόρμητη κριτική μας. Επίσης, αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε ό,τι μας εκμυστηρεύτηκε το παιδί σε κάποιο μεταγενέστερο καβγά μας. Διαφορετικά, το παιδί θα νιώσει ότι το εξαπατήσαμε και τελικά ό,τι είπε το χρησιμοποιήσαμε εναντίον του.

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας όμως για να μας εμπιστευτεί το παιδί είναι το να νιώθει ότι μπορούμε όντως να το βοηθήσουμε. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να έχουμε κάνει κι εμείς κάποια δουλειά με τον εαυτό μας. Αν για παράδειγμα μας πιάνει πανικός ή θυμώνουμε πολύ όταν κάποιος του φερθεί άσχημα και δίνουμε απερίσκεπτες συμβουλές ή ανακατευόμαστε κάνοντας τα πράγματα χειρότερα τότε το παιδί θα το ξανασκεφτεί πριν έρθει να μας μιλήσει.

Τέλος, ας τονίσουμε ότι προκειμένου να υπάρχει εμπιστοσύνη χρειάζεται να σεβόμαστε τον προσωπικό χώρο του παιδιού. Μερικές φορές από το άγχος μας ή από την περιέργεια μας μπορεί να έχουμε την τάση να θέλουμε να μαθαίνουμε τα πάντα για τη ζωή του, τους φίλους του, τί κάνει στο σχολείο, να ψάχνουμε τα πράγματα του ή αργότερα το κινητό του κλπ. Αυτό δημιουργεί αίσθημα παραβίασης και καχυποψίας στο παιδί που δεν αντισταθμίζεται με το να το διαβεβαιώνουμε ότι το κάνουμε με καλή πρόθεση ή για να το προστατεύσουμε.

Σεβόμαστε λοιπόν την ανάγκη του παιδιού για ιδιωτικότητα και του δίνουμε χρόνο για να μοιραστεί μαζί μας ότι επιλέξει εκείνο. Αν έχουμε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης το παιδί δε θα διστάσει να μας μιλήσει. Ακόμα όμως κι αν δεν το κάνει χρειάζεται να του δώσουμε το χώρο για να διαχειριστεί μόνο του κάποιες καταστάσεις, κάτι που θα ενισχύσει την αυτονομία και την αυτοεκτίμηση του.

Από την ψυχολόγο Κέλλη Σπυριδάκη

Γιατί πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά μας να αποτυγχάνουν

articlelogoΕνώ μπορεί να ακούγεται παράδοξο, το να αφήνει τα παιδιά του να αποτυγχάνουν, είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας γονέας.

Σύμφωνα με τη Δρ Stephanie O’Leary, κλινική ψυχολόγο ειδικευμένη στη νευροψυχολογία και συγγραφέας του «Γονείς στον πραγματικό κόσμο: οι κανόνες έχουν αλλάξει», η αποτυχία είναι καλή για τα παιδιά σε διάφορα επίπεδα.

Πρώτον, η αποτυχία βοηθά το παιδί σας να μάθει να αντεπεξέρχεται, μια δεξιότητα που είναι σίγουρα απαραίτητη στον πραγματικό κόσμο. Του παρέχει επίσης την εμπειρία ζωής που απαιτείται για να συνδεθεί με τους συνομηλίκους του με έναν πραγματικό τρόπο. Η αμφισβήτηση ενσαρκώνει επίσης την ανάγκη για σκληρή δουλειά και συνεχείς προσπάθειες και αποδεικνύει επίσης ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πολύτιμα ακόμη και χωρίς το χρυσό αστέρι ή το κορυφαίο σκορ.

Με την πάροδο του χρόνου, τα παιδιά που έχουν βιώσει την ήττα θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα τους στις δυσκολίες και θα είναι πιο πρόθυμα να επιχειρήσουν δύσκολα καθήκοντα και δραστηριότητες, επειδή δεν φοβούνται να αποτύχουν.

Και, λέει, η απόπειρα διάσωσης του παιδιού σας όταν αυτό αποτυχγάνει στέλνει στο παιδί το μήνυμα ότι δεν τον εμπιστεύεστε. “Η προθυμία σας να δείτε τον αγώνα που θα κάνει το παιδί για να ξεπεράσει τη δυσκολία του, επικοινωνεί στο παιδί ότι πιστεύετε πως είναι ικανό και ότι μπορεί να χειριστεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα, ακόμα και αρνητικό,” λέει.

Πηγή: Parenting.gr

H υπερβολική ώρα μπροστά σε οθόνες επηρεάζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου στα νήπια

articlelogoΤα τελευταία χρόνια είναι συνηθισμένο να βλέπουμε όλο και νεότερα παιδιά – συμπεριλαμβανομένων των μωρών και των μικρών παιδιών – να κάθονται μπροστά σε ένα iPad, μια τηλεόραση, ένα φορητό υπολογιστή ή απλά να έχουν στα χέρια τους ένα smartphone. Σε αυτό που οι ερευνητές μιας νέας μελέτης για το χρόνο του παιδιού μπροστά στην οθόνη αποκαλούν «ένα τεράστιο ανεξέλεγκτο πείραμα», οι οθόνες έχουν ενσωματωθεί πλήρως στη ζωή μας, στα σπίτια μας και στη ζωή των παιδιών μας χωρίς πολλά πολλά (και χωρίς μεγάλη σαφήνεια για το πώς αυτό επηρεάζει το μυαλό μας.)Παιδιά προσχολικής ηλικίας που χρησιμοποιούν οθόνες περισσότερο από τη συνιστώμενη μία ώρα την ημέρα χωρίς επίβλεψη (σύμφωνα με τη σύσταση της Αμερικανικής Παιδιατρικής Εταιρίας AAP), είχαν λιγότερο αναπτυγμένη λευκή ουσία – η οποία αποτελεί απαραίτητο κομμάτι του εγκεφάλου που υποστηρίζει τις γνωστικές, γλωσσικές και γραμματικές δεξιότητες.

“Πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η χρήση οθονών δημιουργεί νευροβιολογικούς κινδύνους στα παιδιά, ωστόσο οι συσχετισμοί με την πρόωρη ανάπτυξη του εγκεφάλου είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δυναμικής ανάπτυξης πριν το νηπιαγωγείο”, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Dr. John S. Hutton, από το Κέντρο ανάγνωσης και εκπαίδευσης στο Παιδικό Νοσοκομείο του Cincinnati. “Αν και τα αισθητήρια δίκτυα του εγκεφάλου ωριμάζουν σχετικά νωρίς, τα αισθητήρια δίκτυα για δεξιότητες υψηλότερης πολυπλοκότητας, όπως η γλώσσα, η εκτελεστική λειτουργία, η πολυτροπική σχέση και η ανάγνωση, εμφανίζουν παρατεταμένη ανάπτυξη.”

Χρησιμοποιώντας μια μαγνητική τομογραφία, οι ερευνητές μπόρεσαν να εξετάσουν τους εγκεφάλους 27 κοριτσιών και 20 αγοριών (όλων των ηλικιών από 3 έως 5, από μεσαία και ανώτερη μεσαία τάξη) και να αξιολογήσουν την αναπτυξιακή ακεραιότητα της λευκής ουσίας στο μυαλό. Τα παιδιά έλαβαν επίσης γνωστικά τεστ ενώ οι γονείς τους έδωσαν πληροφορίες σχετικά με τη σχέση τους με τις οθόνες: Πόσο συχνά βρίσκονται μπροστά σε μια οθόνη; Παρακολουθούν μόνοι ή με έναν γονέα που είναι εκεί για να σχολιάζει το περιεχόμενο; Τι ακριβώς παρακολουθούν (εκπαιδευτικό υλικό, μουσική, βίαιες σκηνές); Οι απαντήσεις των γονέων έλαβαν μια βαθμολογία, που ονομάζεται ScreenQ, μεταξύ μηδέν και 26 – μηδέν σήμαινε ότι οι γονείς ακολουθούσαν τέλεια τις οδηγίες, ενώ 26 σήμαινε ότι δεν ακολουθούσαν καμία από τις κατευθυντήριες γραμμές.

(Ο μέσος όρος βαθμολογίας ScreenQ, αν είστε περίεργοι, ήταν περίπου 9 – με ένα range από 1 έως το 19. Οι ερευνητές σημείωσαν επίσης ότι το 60% των ερωτηθέντων παιδιών είχαν τη δική τους φορητή συσκευή και το 41%​​από αυτά είχαν τηλεόραση ή φορητή συσκευή στα υπνοδωμάτιά τους.)

Και πάλι, καθώς η μελέτη αυτή αφορούσε μόνο τις οικογένειες μεσαίας και ανώτερης μεσαίας τάξης, υπάρχουν πολλά που πρέπει να σημειωθούν για την πολυπλοκότητα της ανατροφής των παιδιών όταν οι γονείς δεν έχουν την ίδια πρόσβαση σε παιδική μέριμνα, αμειβόμενη βοήθεια ή άλλους πόρους που θα μπορούσαν να κάνουν ευκολότερη τη σωστή διαχείριση των οθονών στο σπίτι. Στην τελική, το 2020, είναι πολύ πιο δύσκολο να ζήσετε χωρίς οθόνες από ό,τι είναι να βρείτε μια οθόνη με κάτι αόριστα εκπαιδευτικό. Για να μην αναφέρουμε ότι τα σχολεία (ειδικά σε κοινότητες με χαμηλότερα εισοδήματα) δεν λαμβάνουν κατ ‘ανάγκη τα εργαλεία ή την υποστήριξη για την εφαρμογή μειωμένου χρόνου προβολής στις αίθουσες διδασκαλίας τους.

Αλλά, όπως προτείνει η AAP, είναι απαραίτητο οι γονείς των μικρών παιδιών να κάνουν ό, τι μπορούν για να λάβουν ενεργό και προσεκτικό ρόλο στην προσέγγιση της σχέσης της οικογένειάς τους με τις οθόνες. Δεν πρόκειται για μία συμφωνία “όλα ή τίποτα”, αλλά για τη διαχείριση της οθόνης για κάθε στάδιο ανάπτυξης και γνωρίζοντας ότι η χρήση οθόνης που είναι αποδεκτή για ένα μεγαλύτερο παιδί είναι πολύ διαφορετική από ό,τι είναι για ένα παιδί 3- 5 ετών.

Πηγή: Parenting.gr